φανεροφιλος

φανεροφιλος
    φανερόφιλος
    φᾰνερό-φῐλος
    2
    откровенно дружеский Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φανεροφιλος" в других словарях:

  • φανερόφιλος — open friend masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανερόφιλος — ον, Α αυτός τού οποίου τα φιλικά αισθήματα για κάποιον είναι έκδηλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + φίλος (πρβλ. χρηστό φιλος)] …   Dictionary of Greek

  • φανερόφιλον — φανερόφιλος open friend masc/fem acc sg φανερόφιλος open friend neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»